- αλατοπηγία
- η [αλατοπηγός]πήξη θαλασσινού νερού σε αλάτι, παρασκευή άλατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαί — Αρχαία τοπωνύμια, που οφείλουν την ονομασία τους σε αλυκές. 1. Α. οι Αραφηνίδες. Από αυτές πήρε και την ονομασία του ένας από τους δήμους της Αττικής που ανήκε στην Αιγηίδα φυλή. Ο δήμος αυτός βρισκόταν κοντά στον Μαραθώνα. 2. Α. οι Αιξωνίδες.… … Dictionary of Greek
αλαιοποιία — η [αλατοποιός] παρασκευή αλατιού σε αλυκές, αλατοπηγία … Dictionary of Greek
αλατοπηγός — ο αυτός που στερεοποιεί σε αλάτι το θαλασσινό νερό, παρασκευαστής αλατιού, αλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + πηγός < πήγνυμι, πρβλ. και ναυπηγός. ΠΑΡ. αλατοπηγείο, αλατοπηγία, αλατοπήγιο] … Dictionary of Greek